φόρυς

φόρυς
-υος, ὁ, Α
ο δακτύλιος τού πρωκτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για μεταρρηματ. παρ. τών φορύνω / φορύσσω, παρά για αρχ. τ. από όπου σχηματίστηκαν μετονοματικά τα ρ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”